καταιβάσιος

καταιβάσιος
καται-βάσιος [pron. full] [βᾰ], ον,
A descending, epith. of the thunderbolt, κ. Διὸς ἔγχος Orac. ap. Porph. ap. Eus. PE6.3; cf. καταβάσιος.
II of Apollo, as invoked by those who prayed for a return ([etym.] κατάβασις) to their country, Sch.E.Ph.1408, Zen.4.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταιβάσιος — καταιβάσιος, ον (Α) [καταίβασις] 1. (για αστραπές και κεραυνούς) αυτός που κατεβαίνει 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Καταιβάσιος επίθετο τού Απόλλωνος, τον οποίο καλούσαν στις προσευχές να κατέβει, να επανέλθει στη χώρα τους …   Dictionary of Greek

  • καταιβάσιον — καταιβάσιος descending masc/fem acc sg καταιβάσιος descending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβασίου — καταιβάσιος descending masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβασίῳ — καταιβάσιος descending masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάσιος — και καταιβάσιος, ον (Α) [κατάβασις] (επίθ. τού κεραυνού) αυτός που κατέρχεται, που κατεβαίνει από τον ουρανό (α. «ἐρρύσατο φυγόντα πῡρ καταβάσιον» ΠΔ β. «καταιβάσιον Διὸς ἔγχος» το κατερχόμενο από τον ουρανό ακόντιο τού Διός, δηλ. ο κεραυνός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”